Τα πάντα για την ελληνική Startup Σκηνή

Γιατί στην Ελλάδα δεν έχουμε αρκετές εταιρίες τεχνολογικής καινοτομίας;

Ο Nicholas Negroponte στην ομιλία του κατά τη διάρκεια των τελικών του διαγωνισμού του MIT Enterprise Forum Greece Startup Competition την προηγούμενη εβδομάδα αναφέρθηκε στις διαφορές ανάμεσα στις startup που ιδρύουν οι απόφοιτοι του Harvard και οι απόφοιτοι του MIT.

Οι απόφοιτοι του Harvard ιδρύουν κυρίως εταιρίες που βασίζονται σε καινοτόμα Επιχειρηματικά Μοντέλα (Business Model Innovation) ενώ οι απόφοιτοι του MIT ιδρύουν κυρίως εταιρίες που βασίζονται στην Τεχνολογική Καινοτομία (Technical Innovation).

Υπάρχει μια ολόκληρη συζήτηση για το ποια κατηγορία εταιριών είναι η καλύτερη, αυτή που μπορεί να παράξει μεγαλύτερες υπεραξίες και είναι πιο ελκυστική για τους επενδυτές. Στην πραγματικότητα κανένας δεν μπορεί να αρνηθεί ότι μια υγιής οικονομία θα έπρεπε να έχει και από τα δύο είδη εταιριών.

Οι νικητές του φετινού διαγωνισμού επιβεβαίωσαν την προτίμηση του MITEF στις τεχνολογικές εταιρίες. Μάλιστα είναι μια μεγάλη επιβεβαίωση για όλους εμάς που πιστεύουμε ότι έχει έρθει πια η ώρα για τα Startups από το χώρο της Βιοτεχνολογίας και των Επιστημών της Ζωής. Παρόλα αυτά το ελληνικό οικοσύστημα των Startups δε φημίζεται για την ικανότητά του να δημιουργεί τέτοιου είδους εταιρίες. Αν μάλιστα κοιτάξει κανείς καλύτερα θα δει ότι οι ιδρυτές των εταιριών που πήραν και τα δύο πρώτα βραβεία δραστηριοποιούνται σε ακαδημαϊκά ιδρύματα εκτός Ελλάδας. Γιατί όμως δεν είμαστε καλοί στο να δημιουργούμε τέτοιου είδους εταιρίες?

Σύμφωνα με τον ορισμό που έδωσε ο Nicholas Negroponte, μια τεχνολογική εταιρία είναι η εταιρία που βασίζεται σε μια ανακάλυψη, σε μια εφεύρεση. Στην Ελλάδα ιστορικά λίγη έρευνα γινόταν στις εταιρίες. Αυτό έχει αρχίσει να αλλάζει μετά την κρίση (το 35% των χρημάτων που ξοδεύτηκαν για έρευνα στην Ελλάδα το 2011 το ξόδεψαν εταιρίες ενώ το 2016 ξόδεψαν το 41%). Παρόλα αυτά τις εφευρέσεις θα τις αναζητήσουμε στους ερευνητικούς οργανισμούς τόσο εξαιτίας της ποσότητας της έρευνας που γίνεται εκεί όσο και των δομικών της χαρακτηριστικών.

Οι εφευρέσεις όμως δεν είναι αρκετές από μόνες τους για να γίνουν βάση για μια Startup εταιρεία. Θα πρέπει πρώτα να έχουν προστατευθεί με ένα τίτλο διανοητικής ιδιοκτησίας, μια πατέντα για μια σειρά από πολύ σημαντικούς λόγους:

  • Μια εφεύρεση σπάνια είναι έτοιμη για την αγορά. Χρειάζεται αρκετή ακόμα έρευνα και ανάπτυξη. Για το λόγο αυτό χρειάζονται και άλλα χρήματα. Κανένας επενδυτής δε θα επένδυε σε μια τεχνολογία, όσο σημαντική και αν ήταν η εφαρμογή της αν δεν είχε την εξασφάλιση της αποκλειστικότητας της αγοράς που δίνει μια πατέντα.
  • Για να μπορεί να περάσει η εφεύρεση σε μια Startup ή σε μια οποιαδήποτε εταιρία, να της ανήκει, να αποτελέσει το ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα και να ορίσει την αξία της ο πιο σίγουρος και αποτελεσματικός τρόπος είναι μέσω της πατέντας. Είναι ένας άυλος τίτλος που μπορεί να μπει στον Ισολογισμό της εταιρίας.
  • Για να φτάσει μια τεχνολογία στην αγορά πολύ συχνά χρειάζονται συνεργασίες με τρίτους στους οποίους θα πρέπει να κοινοποιηθούν λεπτομέρειες σχετικά με την τεχνολογία. Η ύπαρξη μιας πατέντας κάνει την όλη διαδικασία πολύ πιο εύκολη και ασφαλή.
  • Μια εφεύρεση μπορεί να έχει πάνω από μία εφαρμογές. Δεν είναι δυνατόν μία Startup με τους περιορισμένους πόρους που έχει να μπορέσει να τις αναπτύξει όλες. Κανένας άλλος δε θα μπορεί να χρησιμοποιήσει αυτή την εφεύρεση όσο διαρκεί η αποκλειστικότητα που δίνει η πατέντα εκτός αν υπογράψει μια συμφωνία με την εταιρία. Με αυτό τον τρόπο η εταιρία μπορεί να μεγιστοποιήσει τα κέρδη από την εμπορική αξιοποίηση της εφεύρεσης.

Εδώ όμως ξεκινάνε τα προβλήματα στην Ελλάδα

Ο στόχος κάθε ερευνητή είναι να δημοσιεύσει τα αποτελέσματα της έρευνας του ώστε να μπορέσει να προσελκύσει νέα χρηματοδότηση. Τόσο η χρηματοδότησή του όσο και η αξιολόγησή του και η εξέλιξη του συνδέονται κυρίως με τις δημοσιεύσεις του και  όχι με την εμπορική αξιοποίηση της έρευνάς του. Από τη στιγμή όμως που θα δημοσιευτεί μια ανακάλυψη δεν είναι δυνατόν να πατενταριστεί. Οι περισσότεροι ερευνητικοί οργανισμοί στην Ελλάδα δεν έχουν ούτε την πολιτική, ούτε τον απαραίτητο μηχανισμό (Γραφείο Μεταφοράς Τεχνολογίας) που θα βοηθήσει τους ερευνητές να πατεντάρουν την εφεύρεσή τους. Έτσι πολλές εφευρέσεις απλώς γίνονται δημόσια γνώση βοηθούν στην εξέλιξη της έρευνας αλλά δεν μπορούν να γίνουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για καμία εταιρία.

Ακόμα και αν ένας ερευνητής έχει τη “φιλοδοξία” να πατεντάρει την εφεύρεσή του θα αντιμετωπίσει μια σειρά από δυσκολίες που είτε στο τέλος θα τον εμποδίσουν να πατεντάρει είτε θα τον οδηγήσουν στο να καταθέσει μια αίτηση που δεν θα έχει την πλήρη αξία που θα μπορούσε να έχει. Η διαδικασία της προστασίας της Διανοητικής Ιδιοκτησίας δεν είναι απλή. Χρειάζεται χρόνο, γνώσεις και χρήματα. Ελάχιστοι οργανισμοί στην Ελλάδα (ακόμα και ιδιωτικοί) έχουν χτίσει την απαιτούμενη τεχνογνωσία.

Ένα από τα κύρια προβλήματα είναι ότι στην Ελλάδα δεν αναγνωρίζεται ακόμα πλήρως το επάγγελμα του Δικηγόρου Διανοητικής Ιδιοκτησίας (Patent Attorney). Να σημειωθεί ότι παρά το όνομά του ένας δικηγόρος Διανοητικής Ιδιοκτησίας δεν έχει σπουδάσει νομική αλλά μια θετική επιστήμη και στη συνέχεια έχει κάνει εξειδίκευση στα Διανοητικά Δικαιώματα. Η τεχνική του κατάρτιση και η εμπειρία του μπορούν να βοηθήσουν στην επιλογή της σωστής στρατηγικής για την κατοχύρωση αλλά και την ανάπτυξη του χαρτοφυλακίου Διανοητικής Ιδιοκτησίας ενός οργανισμού αυξάνοντας την αξία της τελικής πατέντας. Το γεγονός ότι δεν αναγνωρίζεται το επάγγελμα στην Ελλάδα έχει οδηγήσει τους λίγους σχετικά Έλληνες που έχουν πάρει αυτή την εξειδίκευση να φύγουν στο εξωτερικό με αποτέλεσμα η διαδικασία να κοστίζει πολύ πιο ακριβά και να καταλήγουμε να έχουμε πατέντες με πολύ μικρότερη αξία (αρκετές φορές και μηδενική).

Αλλά και στην περίπτωση που υπάρχει μια αξιόλογη πατέντα σε έναν ερευνητικό οργανισμό είναι κοινή ομολογία ότι η διαδικασία για την εκμίσθωση των δικαιωμάτων χρήσης της είναι περίπλοκη, αργή και γραφειοκρατική καθώς δεν είναι από την αρχή καθορισμένο το ιδιοκτησιακό της καθεστώς (ποιο ποσοστό ανήκει στους ερευνητές και ποιο στον ερευνητικό οργανισμό), ποιος είναι ο αρμόδιος για να διαπραγματευτεί το Συμφωνητικό και ποια η διαδικασία για την έγκριση μιας τέτοιας συμφωνίας. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα πολλές από αυτού του είδους τις συμφωνίες, ειδικά με εταιρίες του εξωτερικού να αποτυγχάνουν.

Είναι προφανές ότι για να αυξηθεί ο αριθμός των τεχνολογικών Startups στην Ελλάδα θα πρέπει να αντιμετωπιστούν άμεσα τα παραπάνω προβλήματα. Αυτό θα γίνει με:

  • την πλήρη υλοποίηση του Νόμου 4512/2018 με την έκδοση όλων των σχετικών Προεδρικών Διαταγμάτων για την αναγνώριση του επαγγέλματος του Δικηγόρου Διανοητικής Ιδιοκτησίας.
  • με τη δημιουργία και χρηματοδότηση δομών Μεταφοράς Τεχνολογίας σε όλους του Ερευνητικούς Οργανισμούς (Πανεπιστήμια & Ερευνητικά Κέντρα) της χώρας με μακροπρόθεσμο προσανατολισμό και επίκεντρο την προστασία της Διανοητικής Ιδιοκτησίας.
  • με την επικαιροποίηση όλων των σχετικών νομοθετικών διατάξεων ώστε να ξεκαθαριστεί πλήρως το ιδιοκτησιακό καθεστώς της διανοητικής ιδιοκτησίας που παράγεται σε δημόσιους ερευνητικούς οργανισμούς και η εφαρμογή τους από τις διοικήσεις των Οργανισμών.

Αυτές οι αλλαγές είναι απαραίτητες τόσο για την ανάπτυξη του οικοσυστήματος των ελληνικών Startups πέρα από τα Apps και τα Software όσο και για την καλή λειτουργία των νέων funds του Equifund. Στην πραγματικότητα θα έπρεπε να είχαν υλοποιηθεί πριν ακόμα προκηρυχθούν τα funds του Παράθυρου Καινοτομίας (Innovation Window).

Μάθετε πρώτοι τα τελευταία νέα
Ακολουθήστε μας στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις