Τα πάντα για την ελληνική Startup Σκηνή

Πώς θα πιστέψουν όλοι στο προϊόν σου;

Πόσο πολύ το πιστεύεις; Πόσο μακριά είσαι διατεθημένος είσαι να φτάσεις για να πείσεις τον άλλον να δει το προϊόν σου, με τα δικά σου μάτια;

Το 1859, ο χηµικός Ρόµπερτ Τσέσµπρο, παρατήρησε ότι κατά την εξόρυξη του πετρελαίου, έβγαινε µαζί και µια γλοιώδης ουσία, την οποία οι εργάτες απεχθάνονταν επειδή ακινητοποιούσε τα τρυπάνια.

Όµως, η ουσία αυτή είχε και ευεργετικές ιδιότητες, µια και όταν ερχόταν σε επαφή µε αµυχές και τραύµατα, αυτά θεραπεύονταν πολύ ταχύτερα.

∆έκα χρόνια µετά, κατάφερε να δηµιουργήσει αυτό, που τότε ονόµασε «Πετρελαϊκό Ζελέ». Λίγα χρόνια αργότερα, το µετονόµασε σε «Βαζελίνη».

Η αγορά δεν εντυπωσιάστηκε. Το προϊόν δεν πουλούσε σύµφωνα µε τις προβλέψεις. Τότε, ο Τσέσµπρο ξεκίνησε τις επιδείξεις. Μπροστά σε κοινό, έκαιγε την επιδερµίδα του µε οξύ ή µε φωτιά και µετά άλοιφε τη βαζελίνη για να αποδείξει τις θεραπευτικές της ιδιότητες. Οι ουλές βέβαια, θα έµεναν για πάντα.

Τότε, ο κόσµος άρχισε να αγοράζει µαζικά. Το 1874 πουλιόταν ένα βαζάκι βαζελίνη ανά λεπτό! Οι καταναλωτές πίστεψαν στο προϊόν γιατί ο κατασκευαστής του ήταν έτοιµος να καταστρέψει το σώµα του για να αποδείξει την αξία του. Ο ίδιος το πίστευε τόσο πολύ, ώστε έτρωγε καθηµερινά µια κουταλιά βαζελίνη για να έχει καλή υγεία. Όταν στα εξήντα του αρρώστησε βαριά, ζήτησε από τη νοσοκόµα να τον αλείφει ολόκληρο και να του δίνει κάθε πρωί µια κουταλιά βαζελίνη.

Έφτασε τα ενενήντα έξι χρόνια, συµπληρώνοντας µια µαγική ζωή.

Ο καλύτερος τρόπος, κατά τη γνώµη µου, για να «το πουλήσεις», είναι να το πιστεύεις πάρα πολύ. Γιατί, αν το πιστεύεις, βγαίνει γνήσια σε κάθε σου έκφραση. Γι αυτό, τουλάχιστον, δεν χρειάζεσαι καµία εκπαίδευση.

Ας πάµε σε έναν μεγάλο Έλληνα που πίστεψε σε κάτι, µε όλη του την ψυχή. Το πίστεψε τόσο δυνατά που θεωρούσε ότι θα καταφέρει να κάνει τους πάντες, οπαδούς της ιδέας του. Έστω και κάτω από συνθήκες στις οποίες θα κινδύνευε η ζωή του.

Το 1907, ο µεγάλος µας ποιητής Άγγελος Σικελιανός γνώρισε στην Ελλάδα την Αµερικανίδα Εύα Πάλµερ, την οποία παντρεύτηκε στην Αµερική.

Το 1924, το ζεύγος εγκαταστάθηκε στους ∆ελφούς για να ξεκινήσουν την υλοποίηση της ελφικής Ιδέας. Τι ήταν αυτό; Επρόκειτο για την αναγέννηση των ∆ελφικών Εορτών, έναν συνδυασµό αρχαίας τραγωδίας, βυζαντινής µουσικής και λαϊκής τέχνης, το κόστος των οποίων θα καλυπτόταν από την περιουσία της πλούσιας Εύας.

Πρέπει να σηµειωθεί, ότι οι ∆ελφοί εκείνη την εποχή, δεν είχαν καµία σχέση µε την εικόνα που έχουµε σήµερα. ∆εν υπήρχαν δρόµοι, ούτε υποδοµές.

Παρ΄όλα αυτά, τον Μάιο του 1927, έγιναν οι πρώτες ελφικές Εορτές, οι οποίες γνώρισαν µεγάλη επιτυχία και συγκέντρωσαν χιλιάδες επισκέπτες από την Ελλάδα και το εξωτερικό.

Το 1930 πραγµατοποιήθηκαν οι δεύτερες ∆ελφικές Εορτές, µε την παρουσία πολιτικών παραγόντων και εξίσου µεγάλη επιτυχία µε τις πρώτες. Κάπου εκεί τελείωσαν τα χρήµατα της πλούσιας νύφης από την Αµερική και -ελλείψει βοήθειας από το κράτος- η µεγάλη ιδέα έλαβε τέλος. Μεγάλο ενδιαφέρον έχουν όµως και οι συνθήκες στις οποίες πραγµατοποιήθηκε το όνειρο του Σικελιανού.

Μια µέρα, ένας βοσκός της περιοχής πλησίασε τον ποιητή και του έδωσε ένα ανορθόγραφο σηµείωµα που του έλεγε ότι, θα έπρεπε να περιµένει τα µεσάνυχτα στη βρύση και να έχει µαζί του δέκα χιλιάδες δραχµές. Επίσης, ξεκαθάριζε ότι αν δεν πήγαινε ή ότι αν ειδοποιούσε άλλους, θα τον σκότωνε µε την πρώτη ευκαιρία. Το σηµείωµα υπέγραφε ένας διαβόητος κακοποιός της εποχής, µε το όνοµα Μοναστηριώτης.

Το βράδυ ο Σικελιανός, πήγε στη βρύση και περίµενε.

Ο Μοναστηριώτης αφού βεβαιώθηκε ότι ο Σικελιανός ήταν µόνος, πλησίασε και ζήτησε τα χρήµατα. Ο Σικελιανός απάντησε, ότι δεν έφερε χρήµατα και ότι ήθελε, απλά, να τον γνωρίσει γιατί:

«Όλοι λένε ότι είσαι κακούργο θεριό και εγώ δεν το πιστεύω. Σε φανταζόµουν λεβέντη και ήρθα να σε γνωρίσω».

Ο Μοναστηριώτης έµεινε εµβρόντητος και τον ρώτησε αν ο λόγος, που δεν έφερε τα λύτρα µαζί του ήταν επειδή δεν είχε τα χρήµατα. Η απάντηση ήταν:

«Έχω όσα µου ζήτησες, κι άλλα τόσα. Αλλά, για να πετύχει το έργο µου χρειάζοµαι ακόµα περισσότερα».

Ο ληστής ρώτησε ποιο ήταν αυτό το έργο, που απαιτούσε τόσα λεφτά.

Ο Σικελιανός άρχισε να εξιστορεί το όνειρό του και γιατί ήταν τόσο σηµαντικό να πραγµατοποιηθεί η ∆ελφική Ιδέα. Ο Μοναστηριώτης κατέβασε το τουφέκι και άκουγε µέχρι το πρωί. Κέρασε και ένα πεπόνι, που είχε στο δισάκι του και φεύγοντας είπε στον Σικελιανό:

«Θέλω να’ ρθω στο πανηγύρι κύργιε Άγγελε αλλά πώς µ’ αυτά τα κουρέλια, άξουρος και άκουρος; Πάντως, να το ξέρεις. Εγώ θα είµαι µπεσαλής στην ιδέα».

Το 1950, ο Έλληνας ποιητής, µετά από πολυετείς προσπάθειες, κατάφερε να αποσπάσει χρηµατική επιχορήγηση για την αναβίωση των ∆ελφικών Εορτών. Στις 19 Ιουνίου του 1951, ο Άγγελος Σικελιανός πέθανε και τάφηκε στους ∆ελφούς.

Οπότε στο ερώτημα «πώς θα πιστέψουν όλοι στο προϊόν σου» η απάντηση είναι και πάλι ερώτηση:

Πόσο πολύ το πιστεύεις; Πόσο μακριά είσαι διατεθημένος είσαι να φτάσεις για να πείσεις τον άλλον να δει το προϊόν σου, με τα δικά σου μάτια;

Στα παραπάνω μπορείς να απαντήσεις μόνο εσύ.

Μάθετε πρώτοι τα τελευταία νέα
Ακολουθήστε μας στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις