Τα πάντα για την ελληνική Startup Σκηνή

Η Βρετανία ίσως έχει να αντιμετωπίσει σοβαρότερα προβλήματα από το Brexit

Η σαρωτική νίκη του Μπόρις Τζόνσον στις πρόσφατες εκλογές μπορεί να έβαλαν το Brexit σε τροχιά ολοκλήρωσης, όμως υπάρχουν και άλλοι κίνδυνοι για την Βρετανική οικονομία, οι οποίοι μπορούν να αποδειχτούν μεγαλύτεροι από την αποχώρηση από την Ευρώπη.

Μπορεί το Brexit να περάσει από ένα “μήνα του μέλιτος” για την αγορά της χώρας, όμως η κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον κάθεται σε μια πυριτιδαποθήκη η οποία μπορεί να ανατιναχτεί όσο βρίσκεται στην εξουσία. Και οι επιπτώσεις της ίσως αποδειχτούν πολύ πιο σημαντικές από την διαχείριση της επόμενης μέρας από την αποχώρηση από την Ευρώπη.

Σοκ Ύφεσης

Από τη δεκαετία του 1950 υπάρχει μια ύφεση κάθε εννέα χρόνια κατά μέσο όρο. Η τελευταία ύφεση του Ηνωμένου Βασιλείου ήταν το 2008 όταν και “χτυπησε” η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και τώρα μπαίνουμε στο 2020. Έτσι, καθαρά με στατιστικούς λόγους, έχουμε καθυστερήσει. Ίσως το Ηνωμένο Βασίλειο που δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα πληθωρισμού (επιτρέποντας στην Τράπεζα της Αγγλίας να κρατήσει τα επιτόκια πολύ χαμηλά) έχει κρατήσει μια ύφεση στο μέλλον του.

Η αλήθεια είναι πως η συνεχιζόμενη ευμάρεια στην απέναντι μεριά του Ατλαντικού έχει βοηθήσει στην μη εκδήλωση ύφεσης, όμως οι πιθανότητες να υπάρξει κρίση στο Λονδίνο τα επόμενα πέντε χρόνια, είναι πολύ μεγάλη.

Δεν υπάρχει νέα μεγάλη οικονομία μεγέθους Κίνας που θα εμφανιστεί ξαφνικά και θα σώσει την κατάσταση, όπως συνέβη στη δεκαετία του 2000. Ούτε οι τεχνολογικές εξελίξεις που έχουν την ίδια αύξηση της παραγωγικότητας σε όλη την οικονομία, έχουν την δυναμική της δεκαετίας του 1990 για την Βρετανία.

Ταυτόχρονα, τα επίπεδα χρέους του Ηνωμένου Βασιλείου είναι υψηλά, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διευρύνεται και το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αυξάνεται. Όλοι αυτοί οι παράγοντες υποδηλώνουν ότι οι βάσεις για μια ύφεση έχουν τεθεί. Και αν και το χρονοδιάγραμμα είναι ασαφές, μέσα στην πρώτη θητεία της νέας βρετανικής κυβέρνησης φαίνεται μια ύφεση φαίνεται πολύ πιθανή. 

Σοκ στις Αγορές

Καμία οικονομία δεν διέφυγε από το τραύμα της οικονομικής κρίσης του 2008, ούτε καν το Ηνωμένο Βασίλειο. Η κρίση ξέσπασε όταν “έσκασε” η φούσκα των πιστώσεων, ιδίως στα ακίνητα. Οι τράπεζες βρισκόταν στο επίκεντρο και, από το 2008, ρυθμίστηκαν για να εξασφαλίσουν ότι αυτή η κρίση δεν θα επαναληφθεί. Ωστόσο, οι κρίσεις συνήθως δεν ακολουθούν το σενάριο των προκατόχων τους.

Η επόμενη κρίση πιθανότατα θα συμβεί μόνο όπου οι ρυθμιστικές αρχές αποτυγχάνουν να επικεντρωθούν, ή χειρότερα, λόγω των λαθών που οι ρυθμιστικές αρχές κάνουν εκεί που έχουν επικεντρωθεί.

Ο πιο προφανής υποψήφιος θα ήταν μια κρίση στον μη τραπεζικό χρηματοπιστωτικό τομέα. Οι ρυθμιστικές αρχές έχουν περιορίσει τους τραπεζικούς ισολογισμούς, ενώ οι διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων έχουν περισσότερη ελευθερία. Επιπλέον, οι ιδιωτικές αγορές – όπου “βασιλεύουν” ιδιωτικά κεφάλαια και μοχλευμένες χρηματοδοτήσεις  – έχουν “εκτιναχθεί”. Και αυτά έχουν ακόμη λιγότερους περιορισμούς από τις ρυθμιστικές αρχές.

Ίσως το μεγαλύτερο πλεονέκτημα αυτών των παικτών είναι ότι μπορούν να επενδύσουν ευκολότερα σε μη ρευστά περιουσιακά στοιχεία. Και όπως οι τράπεζες αποτίμησαν λανθασμένα τα περιουσιακά στοιχεία του ‘επιπέδου 3’ κατά το 2008, οι διαχειριστές ιδιωτικών μετοχικών κεφαλαίων και περιουσιακών στοιχείων θα μπορούσαν να υπερεκτιμήσουν τα μη ρευστοποιήσιμα στοιχεία ενεργητικού τους. Το ενδεχομένως προφανές λάθος τους θα ήταν να υποθέσουμε ότι τα περιουσιακά αυτά στοιχεία έχουν ρευστοποιήσιμες αγορές στις οποίες μπορούν να πωληθούν.

Ήδη στην Βρετανία, funds όπως η Woodford και η M&G είδαν τα άσχημα αποτελέσματα μιας τέτοιας τακτικής, ενώ στις ΗΠΑ ήδη παρατηρήθηκαν αιχμές στην αγορά ρέπος, καθώς οι δεξαμενές κεφαλαίων έχουν κατακερματιστεί. Αν αυτά είναι τα πρώιμα σημάδια, τότε θα μπορούσαμε να είμαστε μπροστά σε ένα πολύ μεγαλύτερο “σοκ” ρευστότητας. Αυτό θα μπορούσε να έχει σοβαρές συνέπειες για την οικονομία, ιδίως τις επιχειρηματικές επενδύσεις και τον πλούτο των νοικοκυριών.

Σοκ στις Συντάξεις

Η Βρετανία εδώ και καιρό αναμένει την έναρξη μιας κρίσης στο συνταξιοδοτικό  και όπως όλα δείχνουν αυτή έχει ήδη έρθει.

Πριν από είκοσι χρόνια στο Ηνωμένο Βασίλειο, ένας στους οκτώ ανθρώπους ήταν άνω των 65 ετών. Σήμερα ο αριθμός αυτός πλησιάζει έναν στους πέντε. Αν βάλουμε σε αυτό τον αριθμό αυτούς που βρίσκονται στην ηλικία των 50 και των 60 ετών, τότε σχεδόν το 40% του πληθυσμού ανησυχεί για τις συντάξεις τους. 

Αυτό που κάνει τα πράγματα χειρότερα για το συνταξιοδοτικό, είναι ότι το προσδόκιμο ζωής έχει ανέβει πολύ πέρα ​​από την νόμιμη ηλικία συνταξιοδότησης των 65 ετών. Για παράδειγμα, με βάση κάποιες μετρήσεις, οι γυναίκες στο Ηνωμένο Βασίλειο αναμένεται τώρα να φτάσουν τα 92 χρόνια. Αυτό σημαίνει – στη σημερινή ηλικία συνταξιοδότησης – δυνητικά 27 χρόνια που θα ζουν από τις συντάξεις τους.

Το πρόβλημα είναι ότι τα τρέχοντα συστήματα συνταξιοδότησης θα προσφέρουν μόνο κατά μέσο όρο το 28% των προηγούμενων αποδοχών κατά τη συνταξιοδότηση. Αυτό είναι πολύ χαμηλότερο από το μέσο όρο του ΟΟΣΑ κατά 60% και πιο κοντά σε αυτό που παρατηρείται στο Μεξικό και τη Λιθουανία από ό, τι η Γαλλία (74%), η Γερμανία (52%) ή ακόμη και οι ΗΠΑ (49%), και αυτή είναι μια συνταγή που οδηγεί σε κοινωνικές αναταραχές.

Αλλά αυτό που θα προκαλέσει μια κρίση τα επόμενα χρόνια είναι η κατάρρευση των αποδόσεων των ομολόγων. Στη δεκαετία του 1990 και του 2000, οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων του Ηνωμένου Βασιλείου (προσαρμοσμένες για τον πληθωρισμό) ήταν κατά μέσο όρο πάνω από 4%. Για ένα συνταξιοδοτικό ταμείο, η απόδοση αυτή έκανε τον υπολογισμό των εσόδων που θα προοριζόταν για συντάξεις, εύκολη υπόθεση.

Ωστόσο, το 2010, η πραγματική απόδοση υποχώρησε στο 0,15%. Ακόμη χειρότερα, από το 2017 και μετά η πραγματική απόδοση ήταν αρνητική. 

Φυσικά, πολλά συνταξιοδοτικά ταμεία, ειδικά στον δημόσιο τομέα και με δεδομένες τις μικρές (και τώρα πια αρνητικές αποδόσεις) έχουν έχουν διαφοροποιηθεί σε ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια και στραφεί σε αποδόσεις υψηλής απόδοσης -και υψηλού ρίσκου φυσικά. Το πρόβλημα είναι πως και αυτές οι αποδόσεις πέφτουν συνεχώς και οι επενδύσεις που φέρνουν πια υψηλές αποδόσεις είναι υπερβολικά υψηλού ρίσκου.

Η ερώτηση που σιγά σιγά κυριαρχεί στην Βρετανία, είναι γιατί το δημόσιο να πληρώνει τις υψηλές αμοιβές των ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων για να πάρει μια μη ρευστοποιήσιμη εκδοχή των δημόσιων αποδόσεων.Τελικά, οι εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα και άλλοι θα πρέπει να αυξήσουν τις συνεισφορές τους για να αντισταθμίσουν τυχόν απώλειες.

Όμως οι προσπάθειες που γίνονται για να περάσουν αυτές οι αυξήσεις, βρίσκονται αντιμέτωπες με τεράστια αντίδραση και μαζικές απεργίες, οι οποίες όμως φαίνεται να μην είναι αποκλειστικά βρετανικό φαινόμενο καθώς αντίστοιχες απεργίες για τους ίδιους (συνταξιοδοτικούς) λόγους “καίνε” και τη Γαλλία αυτή την περίοδο.

Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν αντιμετωπίζει λοιπόν μόνο το ενδεχόμενο σοκ που σχετίζεται με το Brexit, αλλά υπάρχουν και τρεις άλλες εύλογες κρίσεις, τις οποίες θα αντιμετωπίσει η βρετανική κυβέρνηση κατά την πενταετή θητεία της. Αυτό θα απαιτήσει την απαιτητική και δημιουργική πολιτική των κεντρικών τραπεζών – που θα πρέπει να διαφέρει από τις πολιτικές μετά το 2008 που οδηγούν σε αυτές τις επερχόμενες κρίσεις.

Επιπλέον, με τα “εργαλεία” της κεντρικής τράπεζας της χώρας να είναι αποδεκατισμένα, η κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον θα πρέπει να αναλάβει την ευθύνη να τα τροποποιήσει και να ελέγξει, ενώ ταυτόχρονα να ασκήσει αυστηρή και δημιουργική πολιτική για τις τράπεζες.

Είναι όμως έτοιμη να το κάνει;

 

Το παρόν άρθρο δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στο emea.gr

Μάθετε πρώτοι τα τελευταία νέα
Ακολουθήστε μας στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις