Τα πάντα για την ελληνική Startup Σκηνή

Περιορισμένη η εξαγωγική δραστηριότητα των επιχειρήσεων της Αθήνας

Η πορεία και η διάρθρωση των ελληνικών εξαγωγών καθώς και η ανάδειξη των 5 αγορών – στόχων για τις αθηναϊκές επιχειρήσεις, αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης που εκπονήθηκε από την ICAP Group για λογαριασμό του Κέντρου Στήριξης Επιχειρηματικότητας του Δήμου Αθηναίων.

Για την μελέτη συγκεντρώθηκαν και επεξεργάσθηκαν στοιχεία από διεθνείς βάσεις δεδομένων που αφορούν το σύνολο των ελληνικών εξαγωγών, ενώ παράλληλα αντλήθηκαν και ποιοτικά δεδομένα από τις ίδιες τις επιχειρήσεις, μέσω έρευνας πεδίου που πραγματοποιήθηκε σε αντιπροσωπευτικό δείγμα 380 επιχειρήσεων που εδρεύουν εντός των διοικητικών ορίων του Δήμου Αθηναίων.

Η ταυτότητα της μελέτης
Οι εισπράξεις από τη διάθεση προϊόντων και υπηρεσιών στο εξωτερικό, αποτελούν βασικό παράγοντα για την αναθέρμανση τόσο της εθνικής όσο και της τοπικής οικονομίας.

Σε εθνικό επίπεδο, οι εισπράξεις της ελληνικής οικονομίας από τη διάθεση προϊόντων και υπηρεσιών ακολουθούν έντονα ανοδική πορεία από το 2010, με αποτέλεσμα το 2014 να διαμορφώνονται περίπου σε €55 δισ.

Τα κράτη – μέλη της Ε.Ε. αποτελούν τον βασικότερο εμπορικό έτερο της χώρας, απορροφώντας περίπου το ήμισυ των ελληνικών εξαγωγών.

Μεταξύ των 20 κυριότερων εμπορικών εταίρων της χώρας μας, περιλαμβάνεται η Γερμανία, η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, οι Η.Π.Α. και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, ήτοι οι χώρες που προσδιορίσθηκαν, στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης, ως οι 5 αγορές – στόχοι για τις αθηναϊκές επιχειρήσεις.

Παράλληλα, σύμφωνα με την έρευνα πεδίου, η εξαγωγική δραστηριότητα των αθηναϊκών επιχειρήσεων χαρακτηρίζεται περιορισμένη, ενώ περιορισμένες κρίνονται και οι εξαγωγικές επιδόσεις των εξωστρεφών επιχειρήσεων.

Τα κύρια ευρήματα της μελέτης
– Παρά την άνοδο των εισπράξεων την τελευταία τετραετία από τη διάθεση προϊόντων και υπηρεσιών στο εξωτερικό, η χώρα μας εξακολουθεί να υπολείπεται των επιδόσεων που εμφάνιζε την διετία 2007 – 2008. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τη σημαντική συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας την τελευταία πενταετία, είναι σαφές ότι οι εισπράξεις έχουν επιδείξει αξιόλογη ανθεκτικότητα, γεγονός που αποτυπώνεται και στην αναλογία τους ως προς το ΑΕΠ (34% το 2014 έναντι 23,4% το 2008).

– Παρά την παρατηρούμενη άνοδο ωστόσο, το ποσοστό των εισπράξεων ως προς το ΑΕΠ εξακολουθεί να διαμορφώνεται για τη χώρα μας σε σχετικά χαμηλά επίπεδα συγκριτικά με τα λοιπά κράτη – μέλη της ΕΕ, με την σχετική τάση ωστόσο να προεξοφλεί σταδιακή σύγκλιση.

– Η άνοδος των εισπράξεων κατά την πρώτη τριετία, οφείλεται κατά κύριο λόγο στις ενισχυμένες εξαγωγές αγαθών. Ωστόσο, η δυναμική των βιομηχανικών εξαγωγών της χώρας τα τελευταία χρόνια δείχνει να εξασθενεί (ως αποτέλεσμα και της ανεμικής ανάπτυξης της Ευρώπης που αποτελεί τον βασικό μας εμπορικό έτερο), με συνέπεια η ενίσχυση των εισπράξεων την τελευταία 2ετία να οφείλεται αφενός στην άνοδο της τουριστικής κίνησης και αφετέρου διατήρηση του όγκου των εξαγόμενων πετρελαιοειδών σε υψηλά επίπεδα.

– Ως αποτέλεσμα, η χώρα μας κατατάσσεται 62η στη παγκόσμια λίστα με τις χώρες-εξαγωγείς προϊόντων και 32η στην αντίστοιχη λίστα των υπηρεσιών, γεγονός που αποτυπώνει ανάγλυφα το στρατηγικό πλεονέκτημα της χώρας στον τομέα των υπηρεσιών και κυρίως του τουρισμού.

– Εστιάζοντας στις εξαγωγές προϊόντων, η ευρύτερη κατηγορία των προϊόντων μεταποίησης καταλαμβάνει διαχρονικά το μεγαλύτερο μερίδιο επί του συνόλου των εμπορεύσιμων αγαθών που παράγονται στη χώρα μας και διατίθενται στις διεθνείς αγορές. Την ισχυρότερη παρουσία με συνεχή ενίσχυση του μεριδίου (30% το 2013), σημειώνει η ευρύτερη κατηγορία των πλαστικών/χημικών και φαρμακευτικών προϊόντων. Ακολουθεί η επιμέρους κατηγορία των μεταλλικών προϊόντων με μερίδιο 24% και αντίστοιχα ανοδική τάση, ενώ σε σταθερά επίπεδα διαμορφώνεται διαχρονικά το μερίδιο του ηλεκτρονικού & μηχανολογικού εξοπλισμού (19% περίπου). Αντίθετα, σημαντική υποχώρηση σημειώνει η κατηγορία των ειδών ένδυσης & κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων, καταλαμβάνοντας πλέον την 4η θέση με μερίδιο της τάξης του 16% (έναντι 33% το 2000).

– Τα κράτη – μέλη της Ε.Ε. αποτελούν τον βασικότερο εμπορικό εταίρο της χώρας, απορροφώντας περίπου το ήμισυ των ελληνικών εξαγωγών, ενώ εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών το σχετικό ποσοστό διαμορφώνεται ακόμα πιο υψηλό. Η ανεμική ανάπτυξη των κρατών-μελών της Ευρώπης την τελευταία περίοδο ωστόσο, φαίνεται να έχει οδηγήσει στη μερική διαφοροποίηση των αγορών – στόχων από τις ελληνικές επιχειρήσεις, με το ενδιαφέρον να στρέφεται στις αγορές της Ασίας, της Β. Αφρικής και της Αμερικανικής Ηπείρου.

– Εστιάζοντας την ανάλυση σε επίπεδο χώρας, το 2013 προκύπτει ότι σχεδόν το ήμισυ της αξίας των ελληνικών εξαγωγών απορροφήθηκε από 11 αγορές – χώρες. Το μεγαλύτερο μερίδιο (11,7%) αντιστοιχεί στην αγορά της Τουρκίας, ως αποτέλεσμα της απορρόφησης του 20% των ελληνικών εξαγωγών σε πετρελαιοειδή. Ακολουθεί η αγορά της Ιταλίας με μερίδιο 8,9% επί του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών προϊόντων (κυρίως πετρελαιοειδή, ιχθυρά και αλουμίνιο) και η Γερμανία με μερίδιο 6,5% και ένα ιδιαίτερα διευρυμένο χαρτοφυλάκιο ελληνικών εισαγόμενων προϊόντων.

– Οι 5 αγορές – στόχοι για τις αθηναϊκές επιχειρήσεις (Γερμανία, Γαλλία, Η.Β., Η.Π.Α., Η.Α.Ε.) περιλαμβάνονται στους 20 κυριότερους εμπορικούς εταίρους της Ελλάδας, απορροφώντας περίπου το 20% των ελληνικών εξαγωγών. Στα κυριότερα ελληνικά προϊόντα που διατίθενται στις συγκεκριμένες αγορές περιλαμβάνονται τα φαρμακευτικά μείγματα, ο ηλεκτρολογικός και μηχανολογικός εξοπλισμός, τα είδη ένδυσης, οι πλαστικές ύλες, τα παρασκευασμένα τρόφιμα και τα επεξεργασμένα μέταλλα.

– Εστιάζοντας στις αθηναϊκές επιχειρήσεις, περιορισμένη χαρακτηρίζεται η εξαγωγική τους δραστηριότητα καθώς μόλις 1 στις 4 επιχειρήσεις εμφάνισε εξαγωγική δραστηριότητα κατά την τελευταία κλεισμένη διαχειριστική χρήση. Στους κύριους ανασταλτικούς παράγοντες για την έναρξη εξαγωγικής δραστηριότητας από την πλευρά των αθηναϊκών επιχειρήσεων, περιλαμβάνεται η έλλειψη εξαγωγικού χαρακτήρα στα παρεχόμενα προϊόντα/υπηρεσίες, η αρνητική οικονομική συγκυρία, καθώς και η αδυναμία χρηματοδότησης της εξαγωγικής τους δραστηριότητας μέσω ειδικών πηγών χρηματοδότησης.

Περιορισμένες χαρακτηρίζονται και οι εξαγωγικές επιδόσεις των εξωστρεφών επιχειρήσεων της Αθήνας, με τη συντριπτική πλειοψηφία των συμμετεχόντων (περίπου 60%) να δηλώνει ότι το μερίδιο των εξαγωγών στο συνολικό κύκλο εργασιών τους το 2014 δεν ξεπέρασε το 15%. Σε όρους εξέλιξης, η σχετική πλειοψηφία (44%) εκτιμά ότι το μερίδιο των πωλήσεων σε πελάτες του εξωτερικού σημείωσε άνοδο την τελευταία 5ετία, ενώ ακόμα πιο αισιόδοξες διαμορφώνονται οι προσδοκίες για την επόμενη 2ετία, με τις επιχειρήσεις που εκτιμούν αύξηση των εξαγωγών για το εν λόγω διάστημα να αποτελούν πλέον την απόλυτη πλειοψηφία (57%).

– Η σχετική πλειοψηφία (23%) των εξωστρεφών επιχειρήσεων εντάσσει το προϊόν που προσφέρει στην ευρύτερη κατηγορία των ειδών ένδυσης και των κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων, ενώ ακολουθεί η κατηγορία των μεταλλικών προϊόντων, των προϊόντων λογισμικού, των κοσμημάτων-καλλυντικών και των τροφίμων-ποτών. Με χαμηλότερα ποσοστά ακολουθεί ο ηλεκτρολογικός και μηχανολογικός εξοπλισμός, τα είδη σπιτιού & έπιπλα, καθώς και τα πλαστικά & χημικά.

– Τα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελούν για τις αθηναϊκές επιχειρήσεις τις κύριες διεθνείς αγορές διάθεσης των προϊόντων τους. Ειδικότερα, η σχετική πλειοψηφία (26%) των επιχειρήσεων με εξαγωγική δραστηριότητα όρισε τη Γερμανία ως κύρια αγορά προώθησης των προϊόντων τους, ενώ ακολουθεί η Κύπρος η οποία απαντήθηκε από το 24% των συμμετεχόντων. Με σημαντικά ποσοστά ακολουθούν οι Η.Π.Α, το Η.Β., η Ιταλία, η Βουλγαρία, η Ιταλία και λοιπά κράτη – μέλη της Ε.Ε.

– Οι υφιστάμενες ικανότητες και η εμπειρία των στελεχών τους, αξιολογείται ιδιαίτερα θετικά από τις αθηναϊκές επιχειρήσεις, ως παράγοντας που συνέβαλε στη λήψη της απόφασης έναρξής εξαγωγικής δραστηριότητας. Σημαντική προϋπόθεση έναρξης εξαγωγικής δραστηριότητας αποτέλεσε και η δυνατότητα αξιοποίηση των υφιστάμενων διασυνδέσεων της επιχείρησης, ενώ χαμηλότερα αξιολογήθηκε η ανεπαρκής εγχώρια ζήτηση και η επίτευξη μεγαλύτερου περιθωρίου κέρδους. Αντίθετα, οι έντονες δυσκολίες στην εύρεση τοπικών συνεργατών σε συνδυασμό με τη μη επαρκή διερεύνηση της τοπικής αγοράς, αξιολογήθηκαν ως τα βασικότερα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι αθηναϊκές επιχειρήσεις κατά την έναρξη της εξαγωγικής τους δραστηριότητας.

– Αναφορικά με την τρέχουσα εξαγωγική δραστηριότητα των αθηναϊκών επιχειρήσεων, ιδιαίτερα σημαντικό παράγοντα ενίσχυσης των εξαγωγών αποτελεί κατά κύριο λόγο η ποιότητα και η ανταγωνιστική τιμή του παραγόμενου προϊόντος, καθώς και η εμπειρία και η ικανότητα των στελεχών της επιχείρησης. Αντίθετα, η υποβάθμιση της φερεγγυότητας της ελληνικής οικονομίας, η αδυναμία χρηματοδότησης της εξαγωγικής τους δραστηριότητας, ο έντονος διεθνής ανταγωνισμός και η γραφειοκρατία που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις, αναδεικνύονται ως οι σημαντικότεροι παράγοντες που περιορίζουν την τρέχουσα εξαγωγική δραστηριότητα των αθηναϊκών επιχειρήσεων.

Μάθετε πρώτοι τα τελευταία νέα
Ακολουθήστε μας στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις