Τα πάντα για την ελληνική Startup Σκηνή

Πώς η DFJ επένδυσε στην Resin.io, το «next big thing» των ελληνικών startups

Για όσους παρακολουθούν στενά την ελληνική startup «σκηνή» η Resin είχε χαρακτηρισθεί ως η «επόμενη σημαντική εξέλιξη» του ελληνικού οικοσυστήματος. Δραστηριοποιείται σε έναν τομέα, το Διαδίκτυο των Πραγμάτων, που αναμένεται να “εκτοξευθεί” τα επόμενα χρόνια (ειδικώς όταν εμπορευματοποιηθούν ακόμη περισσότερο οι εφαρμογές του), έχει δημιουργηθεί από δύο Έλληνες και έναν ξένο μηχανικούς υπολογιστών με εμπειρία στον κλάδο τους αν και νεαροί, και με μία ακόμη εταιρεία στο ενεργητικό τους, την Rulemotion, με δραστηριότητα στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ είχε προσελκύσει ήδη το ενδιαφέρον συνεργατών και επενδυτών από το εξωτερικό.

Η Resin προσφάτως ανακοίνωσε τον πρώτο γύρο χρηματοδότησής της (Series A), από το αμερικανικό επενδυτικό ταμείο DFJ, το Jeremie Openfund II και δύο επενδυτικούς «αγγέλους»: τον Έλληνα Παναγιώτη Παπαδόπουλο και τον Ισραηλινό Γκιλ Ντίμπνερ. Το συνολικό ποσό της επένδυσης ανήλθε σε 3 εκατ. δολ., ωστόσο για μία ακόμη φορά μεγαλύτερη σημασία και από το μεγάλο ποσό της συνολικής επένδυσης έχει το μεγάλο όνομα του επενδυτικού ταμείου που συμμετείχε (ανάλογα «ονόματα» έχουν προσελκύσει στο παρελθόν Persado, Transifex και Workable).

Το DFJ δημιουργήθηκε το 1985 και φέρει τα ονόματα των δημιουργών του, Timothy Draper και John Fisher, καθώς και του Steve Jurvetson, ο οποίος εντάχθηκε στο ταμείο το 1996, και είναι ένα από τα μεγαλύτερα στην Σίλικον Βάλλεϋ. Μέσα από 11 επενδυτικούς κύκλους για εταιρείες σε αρχικά στάδια (DFJ Venture) και 2 για εταιρείες σε ώριμα στάδια (DFJ Growth) έχει διαχειρισθεί συνολικά 4 δισ. δολλάρια. Οι συμμετοχές του περιλαμβάνουν εταιρείες όπως box, Yammer, twilio, Tesla, SpaceX, Baidu, Skype, Hotmail, Location Labs, Tango, Meetup, Twitter και Tumblr. Από τις εταιρείες στις οποίες συμμετείχε 17 έχουν μπει σε χρηματιστήριο και 18 έχουν εξαγορασθεί από άλλες εταιρείες. Συνολικά, 23 από τις εταιρείες στις οποίες συμμετείχε το ταμείο ξεπέρασαν το 1 δισ. δολ. σε αποτίμηση. Τα δύο τελευταία funds που «έκλεισε» η DFJ το 2014 ανέρχονται σε 325 εκατ. δολ. για το Venture και 470 εκατ. δολ. για το Growth.

Το Startupper.gr συνομίλησε με τον Ανδρέα Σταυρόπουλο, Έλληνα με πολύχρονη εμπειρία στην Σίλικον Βάλλεϋ και γενικό εταίρο στην DFJ Venture, ο οποίος ήταν και αυτός που «έφερε» την Resin στην επενδυτική επιτροπή του ταμείου, και τον Αλέξανδρο Μαρίνο, συνιδρυτή και διευθύνοντα σύμβουλο της Resin, προκειμένου να μάθει πώς «έκλεισε» η επένδυση και τους λόγους για τους οποίους το μεγάλο αμερικανικό VC αποφάσισε να επενδύσει στην εταιρεία.

Μιλώντας για το «παρασκήνιο» της συνεργασίας, ο Α. Σταυρόπουλος αναφέρει ότι η γνωριμία με την Resin έγινε μέσω του Παναγιώτη Παπαδόπουλου, ιδρυτή της BugSense και νυν στελέχους της Splunk, ο οποίος συμμετείχε στο γύρο επένδυσης. Η γνωριμία Σταυρόπουλου – Παπαδόπουλου έγινε κατά την εποχή που η ομάδα της BugSense αναζητούσε χρηματοδότηση στις ΗΠΑ (κατάφερε τελικά να «κλείσει» 110.000 δολλάρια – την μοναδική εξωτερική χρηματοδότηση που έλαβε – από το βραχύβιο Greek-American Silicon Valley Fund).

«Για τις startups που προέρχονται από τα εθνοκεντρικά περιβάλλοντα της Ελλάδος και της Ευρώπης είναι δύσκολο να κάνουν το βήμα να φύγουν από τη χώρα τους και να πάνε κάπου αλλού ώστε να ‘κτίσουν’ κάτι που θα γίνει μεγάλο σε παγκόσμια κλίμακα. Ο Πάνος (σσ. Παπαδόπουλος) και ο Αλέξανδρος (σσ. Μαρίνος) έχουν πάρει αυτή την απόφαση και έχουν κάνει αυτή την επιλογή σε νεαρή ηλικία. Πάνε για το ‘μεγάλο ψάρι’. Αυτό μας έδωσε ένα τεράστιο σήμα ως επενδυτές ότι ο Αλέξανδρος και οι άνθρωποι αυτής της εταιρείας είναι πρόθυμοι να πάρουν ρίσκα, να αλλάξουν εντελώς την προσωπική τους ζωής και με τις πράξεις τους δείχνουν ότι τους ενδιαφέρει να εκμεταλλευθούν στο μέγιστο την ευκαιρία που έχουν και όχι απλώς να κάνουν το λιγότερο δυνατόν που θα τους καταξιώσει σε τοπικό επίπεδο», αναφέρει στο Startupper.gr ο Ανδρέας Σταυρόπουλος.

andreas stavropoulos dfj
Ο Ανδρέας Σταυρόπουλος της DFJ Venture

 

Ξέραμε ότι η Resin είναι ένα μεγάλο ‘στοίχημα’, είναι μία εταιρεία που δεν μπορεί να χτιστεί χωρίς funding. Είχα επισκεφθεί το Valley με προτροπή (και πολλή βοήθεια) του Πάνου Παπαδόπουλου για σχεδόν μήνες μήνες, όπου είχα μια πολύ έντονη εμπειρία, με ενθουσιασμό και απογοητεύσεις. Αυτό που λένε ‘roller-coaster’. Μίλησα με αρκετά funds, είχα καλές αντιδράσεις για κάποιον που εμφανίζεται ‘από το πουθενά’, αλλά επίσης χρειάστηκε να μάθω το πώς δουλεύει το Valley σε ελάχιστο χρόνο”, εξιστορεί στο Startupper.gr ο Αλέξανδρος Μαρίνος, κάτοχος διδακτορικού τίτλου στην Υπολογιστική από το Πανεπιστήμιο του Σάρρεϋ, προσθέτοντας:

«Αρχικά πήγα στοχεύοντας πολύ λιγότερα χρήματα, αλλά με καλές συμβουλές και σκέψη αποφασίσαμε να στοχεύσουμε για μεγαλύτερο ποσό Θέλαμε να βρούμε επενδυτές που να κατανοούν το τι προσπαθούμε να χτίσουμε, και να μπορούν να μας στηρίξουν στη διαδικασία αυτή. Η DFJ έχει αποδειχτεί εξαιρετικός συνεργάτης μέχρι τώρα, και έχει προσφέρει πολύ περισσότερα από την επένδυση αυτή καθ’ αυτή».

alex-md
Ο Αλέξανδρος Μαρίνος της Resin

 

Το “intro” έγινε, λοιπόν, από το δημιουργό της BugSense και οι δύο πλευρές συναντήθηκαν για πρώτη φορά σχεδόν ένα χρόνο πριν «κλείσει» η επένδυση. Σταυρόπουλος και Μαρίνος συζήτησαν και αντήλλαξαν απόψεις για την αναδυόμενη τάση του Διαδικτύου των Πραγμάτων και τις πλατφόρμες που αναπτύσσονται για να διασυνδέσουν δισεκατομμύρια συσκευές σε όλο τον κόσμο.

«Το όραμα της Resin ταυτιζόταν με τη θεωρία του fund για το πώς πρέπει να είναι μία επιτυχημένη πλατφόρμα στην ‘έκρηξη’ του Internet of Things», τονίζει ο Α. Σταυρόπουλος.

Το «κενό» που καλύπτει η τεχνολογία της ελληνο-βρετανικής startup αφορά στη διασύνδεση μεταξύ των διαφορετικών λογισμικών που χρησιμοποιεί κάθε διαφορετικός κατασκευαστής στον κλάδο του Διαδικτύου των Πραγμάτων και στην ταυτόχρονη διαχείριση μεγάλου αριθμού συσκευών. Από τον προγραμματιστή μίας απλής οικιακής «έξυπνης» συσκευής μέχρι έναν προγραμματιστή μίας βιομηχανικής εταιρείας, η ανανέωση και η ασφάλεια του λογισμικού που “τρέχει” μία συσκευή ειδικά σε μαζική κλίμακα μπορεί να είναι μία δύσκολη διαδικασία. Η Resin δημιουργεί επίπεδα που επιτρέπουν εξ αποστάσεως στους προγραμματιστές να αναπτύσσουν, να αναβαθμίζουν και να διατηρούν τον κώδικά τους σε συσκευές που «τρέχουν» λειτουργικό σύστημα Linux. Η πλατφόρμα διαχειρίζεται αυτόματα σημαντικές εργασίες για την εύρυθμη λειτουργία και ανανέωση του κώδικα των συσκευών, επιτρέποντας στον προγραμματιστή να ασχοληθεί περισσότερο με την εφαρμογή ή το προϊόν, παρά με την υποδομή πίσω από αυτά. Η έμπνευση, μάλιστα, για τη δημιουργία μίας τέτοιας πλατφόρμας προέκυψε όταν ως Rulemotion η εταιρεία ήταν υπεύθυνη για τη συντήρηση ενός δικτύου από εκατοντάδες οθόνες ψηφιακής σήμανσης στο Λονδίνο και ξόδευε “απίστευτο χρόνο, πολλές φορές σε δύσκολες καιρικές συνθήκες” για να ενημερωθεί το λογισμικό σε καθεμία από αυτές τις οθόνες.

«Ονομάσαμε το προϊόν resin.io, ελληνιστί ρετσίνι, γιατί θέλουμε να είμαστε η ‘κόλλα’ που συνδέει τις διάφορες τεχνολογίες του Internet of Things. Μέσα σε μια αγορά που αλλάζει και εξελίσσεται συνεχώς, έχουμε κάποιες υποθέσεις για το ποια θα είναι η τελική εικόνα και χτίζουμε την πλατφόρμά μας ώστε να είναι ο συνδετικός κρίκος αυτού του μέλλοντος. Ο στοχος ειναι σίγουρα φιλόδοξος, και αυτό νομίζω ήταν ‘κλειδί’ στο να μας στηρίξουν οι επενδυτές μας», αναφέρει στο Startupper.gr ο Αλέξανδρος Μαρίνος.

«Όταν μία αγορά είναι ώριμη, είναι δύσκολο να φτιάξεις μία εταιρεία η οποία θα δημιουργήσει τεράστια αξία. Όταν, όμως, πρώτο-αναδύεται ένα ‘ρεύμα’ όπως συμβαίνει αυτή την στιγμή με το Internet of Things, τότε υπάρχει μία καλή ευκαιρία για εταιρείες όπως η Resin να λύσουν τα προβλήματα του κλάδου. Είδαμε ότι αρκετά από τα όσα εφάρμοζαν (πχ. η ‘στόχευση’ στην τεχνολογία Linux) αποτελούσαν ‘κομμάτια του παζλ’ που άρχισαν να διαφαίνονται στην αγορά. Αν βάλεις όλα αυτά τα ‘κομμάτια’ μαζί και βγεις νωρίς στην αγορά έχεις την ευκαιρία ως μικρή εταιρεία να αναδειχθείς ως σημαντικός ενδιάμεσος μεταξύ των κατασκευαστών των πλατφορμών Internet of Things και των χρηστών τους», αναφέρει από την πλευρά του ο Α. Σταυρόπουλος.

Μία τεχνολογική καινοτομία, η καλή ομάδα και το κατάλληλο «timing» είναι αρκετοί παράγοντες για ένα σημαντικό fund όπως η DFJ ώστε να συμμετάσχει σε ένα Series A γύρο χρηματοδότησης. Οι συζητήσεις «σοβάρεψαν» το καλοκαίρι του 2014 και οι Σταυρόπουλος και Bubba Murarka (έτερος partner στην DFJ με ενδιαφέρον στις τάσεις του Διαδικτύου των Πραγμάτων, υπεύθυνος ανάπτυξης προϊόντος στην Facebook για το λειτουργικό Android) παρουσίασαν την εταιρεία και στους υπόλοιπους εταίρους του ταμείου και όλοι μαζί αποφάσισαν τη χρηματοδότησή της. Η συμμετοχή της DFJ – στο συνολικό γύρο προσέφερε τη “μεγάλη πλειονότητα” του ποσού, όπως χαρακτηριστικά λέει ο Α. Σταυρόπουλος – και των επενδυτικών «αγγέλων» φαίνεται πως «έκλεισε» πριν το τέλος του 2014, ενώ μέχρι την πρόσφατη ανακοίνωση οριστικοποιήθηκε και η συμμετοχή του Jeremie Openfund II στον γύρο. Ήταν η πρώτη επένδυση που έλαβε η Resin – η οποία διατηρεί την έδρα της στο Ηνωμένο Βασίλειο, μία θυγατρική στις ΗΠΑ και το γραφείο έρευνας και ανάπτυξης στην Ελλάδα – και η πρώτη επένδυση στην οποία προχώρησε η DFJ σε εταιρεία με «καταγωγή» και λειτουργία στην Ελλάδα.

«Το ‘ρίσκο της χώρας’ θεωρητικώς δεν επηρέασε την απόφασή μας, ίσως ήταν και ένα θετικό στοιχείο ότι η εταιρεία βρίσκεται στην Ελλάδα. Το πρόβλημα στις αμερικανικές εταιρείες είναι ο ΄πόλεμος για το ταλέντο’: Οι επενδύσεις στις startups βρίσκονται και πάλι σε ‘έξαρση’ κάτι που αυξάνει τη ζήτηση για ανθρώπινο δυναμικό τόσο από τις μεγάλες εταιρείες όσο και από μικρότερες, το οποίο με τη σειρά του οδηγεί σε υψηλούς μισθούς. Ειδικά στο χώρο του Internet of Things, όπου αυτός ο ‘πόλεμος’ είναι πολύ μεγάλος, είναι θετικό μία ταλαντούχα ομάδα να είναι ‘προστατευμένη’ από αυτήν την ‘τρέλα’», αναφέρει ο Α. Σταυρόπουλος, ο οποίος πάντως εξηγεί ότι «δεν είναι όλα ρόδινα» όταν το αμερικανικό ταμείο εμπλέκεται με την Ευρώπη:

«Τα αρνητικά με την Ευρώπη και την Ελλάδα βρίσκονται στην πλευρά της γραφειοκρατίας και της πρακτικής λειτουργίας. Ως Έλληνας καταλαβαίνω τι συμβαίνει, αλλά ένας επενδυτής ‘βέρος’ από την Σίλικον Βάλλεϋ θα έλεγε ότι δεν θέλει να ‘μπλέξει’ με όλη αυτή την κατάσταση, δεν αξίζει για εκείνον το κόστος χρόνου και ανθρώπων για να ολοκληρωθεί μία τέτοια επένδυση».

Η Resin βρίσκεται πλέον στην αναζήτηση νέου προσωπικού για να καλύψει τις απαιτήσεις του επιχειρηματικού της πλάνου, το οποίο έχει ως στόχο να «διεισδύσει» στην – ακόμη σε «εμβρυακό στάδιο» – αγορά του Διαδικτύου των Πραγμάτων και να αναδειχθεί ως μία από τις λίγες πλατφόρμες που θα δώσει πραγματικές λύσεις και στους δύο «παίκτες» στους οποίους βρίσκεται ανάμεσα: των κατασκευαστών των συσκευών και των μηχανικών που τις προγραμματίζουν.

«Η ομάδα μας είναι κατανεμημένη από τη φύση της. Έχουμε εργαζόμενους από 10 χώρες και 5 ηπείρους. Παρ’ όλα αυτά πιστεύουμε στο ταλέντο της Ελλάδας και για αυτό συντηρούμε ένα από τα τρία γραφεία μας στην Αθήνα. Το αν θα μεγαλώσει η ομάδα μας στην Αθήνα εξαρτάται από το αν θα βρούμε τους κατάλληλους ανθρώπους την κατάλληλη στιγμή, αλλά σίγουρα τους ψάχνουμε. Ολοκληρώνοντας σιγά σιγά το πρώτο στάδιο ανάπτυξης της εφαρμογής, τώρα βρισκόμαστε σε φάση που χτίζουμε συνεργασίες με ‘μεγαθήρια’ του χώρου, χωρίς να μπορώ να μοιραστώ πολλά ακόμα. Παράλληλα, είμαστε σε συνεχή επαφή με τους χρήστες μας, βελτιώνοντας συνεχώς το προϊόν με τρόπους μικρούς και μεγάλους, μαθαίνοντας από τις ανάγκες τους. Τέλος, αρχίζουμε να συζητάμε τις πρώτες μεγάλες εγκαταστάσεις, μια διαδικασία που για hardware προϊόντα μπορεί να πάρει μέχρι και ένα χρόνο», αποκαλύπτει στο Startupper.gr ο Αλέξανδρος Μαρίνος.

«Οι στόχοι που θέλουμε να επιτύχει η εταιρεία είναι από τη μία να ‘κλείσει’ στρατηγικές επιχειρηματικές συνεργασίες και από την άλλη οι χρήστες της πλατφόρμας να γίνουν οι ίδιοι αυτοί που θα ΄προωθούν’ την εταιρεία με τα θετικά τους σχόλια και τις καλές πρακτικές που θα αναφέρουν. Δεν σκεφτόμαστε κάποιο συγκεκριμένο ποσοστό της αγοράς, δεν ήταν καν ερώτημα αυτό. Αυτή η αγορά που γεννιέται θα διαμορφωθεί σε μερικές δεκάδες δισεκατομμύρια δολλάρια ετησίως και αν προσφέρεις προστιθέμενη αξία μπορείς να πιάσεις πολύ μεγάλα νούμερα. Το ρίσκο δεν είναι το μέγεθος της αγοράς, αλλά το πόσο πολύ θα μπορέσεις να ‘διεισδύσεις’ σε αυτήν», υπογραμμίζει από την πλευρά του επενδυτή ο Α. Σταυρόπουλος.

Κλείνοντας τη συζήτηση με τον Ανδρέα Σταυρόπουλο (γεννηθείς στην Αθήνα, απόφοιτος Επιστήμης Υπολογιστών και Διοίκησης Επιχειρήσεων από το Χάρβαρντ, ξεκίνησε το 1997 ως σύμβουλος στην McKinsey, από το 1999 εντάχθηκε στην DFJ ως investment professional και μέχρι το 2001 έγινε partner, θέση από την οποία συνεχίζει μέχρι και σήμερα), τον ρωτάμε την γνώμη του για το ελληνικό startup οικοσύστημα.

«Έχω δει αρκετές ελληνικές εταιρείες, κυρίως αυτές που έρχονται για να επισκεφθούν το Silicon Valley ή για να μετακομίσουν εδώ, και είμαι αρκετά εντυπωσιασμένος από πλευράς του ταλέντου και του επιχειρηματικού πλάνου που διαθέτουν. Βλέπω, επίσης, πολύ θετικά τις προσπάθειες που γίνονται στην Ελλάδα από το τοπικό επενδυτικό οικοσύστημα για να βοηθήσουν τους επιχειρηματίες», αναφέρει, ενώ στέκεται και στην αρνητική όψη των πραγμάτων:

«Στην Ελλάδα και στην Ευρώπη ο τομέας του Venture Capital σε αρχικά στάδια εταιρειών είναι ακόμη πολύ διασπασμένος. Οι εταιρείες πάνε καλά στα τοπικά μεγέθη, αλλά είναι δύσκολο να βρουν επενδυτές που θα τους βοηθήσουν την στιγμή που πραγματικά χρειάζεται για να κάνουν το ‘άλμα’ προς τα μπροστά, δηλαδή από τον seed γύρο και μετά. Νομίζω ότι στην Ευρώπη υπάρχει μία περισσότερο χρηματοοικονομική αντίληψη (πολλοί επενδυτές είναι πρώην τραπεζίτες ή προέρχονται από ανοιχτές αγορές) παρά εστίαση στο στρατηγικό ρίσκο. Για την Ελλάδα συγκεκριμένα, χρειάζονται καλύτερες επαφές με κεφάλαια εκτός χώρας ώστε να μπορούν να βοηθήσουν τις εταιρείες όταν χρειάζονται επόμενο γύρο. Δεν χρειάζεται να έχει Έλληνα ένα ξένο fund για να κάνει επένδυση σε εταιρεία με μεγάλη παρουσία στην Ελλάδα. Τα ελληνικά funds δεν είναι ακόμη τόσο γνωστά ώστε ένα αμερικανικό VC να εξετάσει μία εταιρεία που θα τους στείλουν. Χρειάζονται σίγουρα επιτυχίες, καθώς οι πρώτες θα φέρουν και τις επόμενες. Είναι, πάντως, ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζουν και άλλες ευρωπαϊκές χώρες».

Αν οραματίζεστε να δημιουργήσετε κάτι μεγάλο, ο Ανδρέας Σταυρόπουλος συμβουλεύει να πάτε στην Σίλικον Βάλλεϋ, εάν μπορείτε. Εκεί είναι πιο εύκολο να «κλείσετε» τους μέσους γύρους χρηματοδότησης (Series B, Series C) και να βρείτε αρκετά σημαντική βοήθεια από ένα συμπληρωματικό οικοσύστημα. «Δεν χρειάζεται να τα παρατήσουν όλα στην Ελλάδα και να φύγουν, αλλά πρέπει να έχουν μία παρουσία στο Silicon Valley, πρέπει να βλέπουν εσένα και όχι τους ανταγωνιστές σου», υπογραμμίζει.

Μάθετε πρώτοι τα τελευταία νέα
Ακολουθήστε μας στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις